Ζ ζώρε (ς) (το) (ο) Από cretanlexiko - 29 Μαΐου, 2016 0 8 δυσκολίες, βία, στεναχώριες. Συνήθεις φράσεις: Μα ηντά΄ναι δα το ζώρε σου να σπαλαθώσεις το ίσα κάτω και δε καθίζεις να φας μνιά μπουκιά; Ή: Ο ζώρες είναι να διαλεχτούνε οι πέτρες, μετά το φύτεμα είναι εύκολο.