Ζ ζιγανεύ(γ)ω, παραζιγανεύ(γ)ω, αζιγανεύω -μαι Από cretanlexiko - 29 Μαΐου, 2016 0 12 δολιεύομαι, απατώ, εξαπατώ, δολοπλοκώ