Ζ ζαγάρι (το) Από cretanlexiko - 12 Ιουνίου, 2016 0 94 μικρό καρφάκι για το σόλιασμα των παπουτσιών, (πλυθ. ζαγάργια), αλλά και ο κυνηγετικός σκύλος