Ξ ξεραύλια, ξερά, ξεράδια (τα) Από Lexiko - 4 Αυγούστου, 2016 0 11 το μέρος των ποδιών από το γόνατο και κάτω μέχρι τους αστραγάλους, κνήμες, αλλά ενίοτε και τα χέρια. Συνήθεις φράσεις: Ήπεσα σήμερο και χτύπησα στα ξερά μου (κνήμες). Ή: Κάτω τα ξερά σου από το φαΐ μου (τα χέρια σου)