Ξ ξενετέρνω, νετέρνω, ξετελέυω Από Lexiko - 4 Αυγούστου, 2016 0 16 τελειώνω, αποπερατώνω μια δουλειά ή υπόθεση, φέρνω εις πέρας. Συνήθεις φάσεις: Ευτυχώς που ήρθατε και μας -ε συντράμετε, αλλιώς δέν εξενετέρναμε. Ή: Εξετελέψανε τα ο Γιάννης με τη Μαρία (= ή ζήτησε σε γάμο)