Ξ ξεματζουρωμένος, ξεμπιστολωμένος, ξεμπουρδακλωμένος, ξετζουτζουνισμένος, ξετζουτζουρωμένος, ξετζουρωμένος (ο) Από Lexiko - 24 Αυγούστου, 2016 0 39 το αρσενικό που είναι έτοιμο για ερωτική πράξη (αφορά κυρίως ζώα, τράγους κριούς γαϊδάρους κλπ)