Ξ ξεκλονισμένος -η -ο Από Lexiko - 24 Αυγούστου, 2016 0 36 αυτός που του έχουν κοπεί τα κλωνάρια, μτφ. Αυτός που έχει χάσει δικό του άνθρωπο και είναι αβοήθητος