Ξ ξεγιβεντισμένος -η -ο Από Lexiko - 24 Αυγούστου, 2016 0 120 ρεζιλεμένος από τη κοινωνία, ο ξευτελισμένος. (ουδ, πλυθ. γίβεντα= σαχλαμάρες, αηδίες)