Β βρουχί (το) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 15 κάτι το ογκώδες, μεγαλόσωμος, μεγαλοκαμωμένος. Συνήθης φράση: Είδε τη γυναίκα του Σήφη; Δυο μέτρα ένα βρουχί, και μια- ν ασκημόφατσα… μάναμ μάναμ!