Β βουλισμένος ή τσιλασμένος -η -ο Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 70 χτίριο όπου έχει πάθει καθίζηση, καταπλακωμένος. Ο βουλιαγμένος σε υγρό στοιχείο, βυθισμένος Μτφ. περασμένος, π.χ βουλισμένοι χρόνοι = περασμένα χρόνοι