Β βοσκίζομαι Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 14 είμαι στη βοσκή, χορταίνω φαγητό, γεμίζει η κοιλιά μου φαΐ, (αρχ. ευοχέομαι ευοχούμαι= χορταίνω). Συνήθης φράση: Άντε πάρε τα οζά να πας να τα βοσκήσεις (να τα πας στη βοσκή). Ή: Μπα δε θα φάω άλλο, εβοσκήθηκα καλά (εχόρτασα)