Β βωλοσερμαθιά (η) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 22 ίχνη από αντικείμενο πού έχει συρθεί. Ίχνος φιδιού που έρπεται (κολοβοσερμαθιά – ίχνη από κάποιον που έρπεται, ή σύρθηκε καθιστός). Συνήθης φράση: Μα καλά, τον όφη θωρείς και τη βωλοσερμαθιά γυρεύγεις;