Β βολεύω, βολεύγω Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 5 ταχτοποιώ προσωρινά, διευκολύνω (τριτοπρόσωπο βολεύει = διευκολύνει, υπάρχει ο απαραίτητος χώρος και χρόνος