Β βλέπου, βλέπε, βλεπήσου (προσταχ.) Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 10 πρόσεχε. Συνήθης φράση: Βλέπε από τα να μη σου ξεφύγει το αρνί. (φύλασσε)