Β βλέπω Από cretanlexiko - 7 Ιουνίου, 2016 0 38 βόσκω ζώα, αντιλαμβάνομαι, παρακολουθώ, προσέχω. Συνήθεις φράσεις: Σήμερο το Μανωλιό πάει να βλέπει τα πρόβατα. (βοσκάει) Ή: βλέπω το φως μου ( ξετυφλώνομαι). Ή: Βλέπω ο καιρός το πάει για βροχή (αντιλαμβάνομαι)