Β βαθοκαυκίζω Από cretanlexiko - 8 Ιουνίου, 2016 0 14 είμαι αχόρταγος και τα θέλω όλα, είμαι πλεονέχτης. Συνήθης φράση: Μα είδες; Εβαθοκαύκισε το Πελαγιό, είπα του να κόψει δυο πορτακάλια, και ‘κείνο επήγε και εγέμωσε ένα καλαθίδι!