Τ τζιμπράκαλα, τζιμπράγαλα (τα) Από Lexiko - 16 Οκτωβρίου, 2016 0 21 αντικείμενα οικιακής χρίσης. Συνήθης φράση: Σ ‘ενα πετρόχτιστο παλιό τζιμπράκαλα παντίχνω, αραχνιασμένα ήτονε με σκόνες γεμισμένα