Τ τζαγκρωτή, τζουγκρωτή (η) Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 52 με αιχμηρές απολήξεις. Συνήθης φράση: Κι έβαλε πέτρα τζαγκρωτή για τράπεζα αγία