Τ τζαμπάζης, τσαμπάσης (ο) Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 10 ζωέμπορος, μπακάλης, έμπορος, μεταπράτης ίππων, πανούργος, δόλιος (Tουρκ. cambaz)