Τ τσούλι (το), τσούλα (η) Από cretanlexiko - 28 Ιουνίου, 2016 0 11 κουρελού, κουρέλι, παλιόρουχο για καθαρισμό. Μτφ. γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές