Τ τσιβιδίζω Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 58 τσούζω, καυστικός πόνος από χτύπημα με λεπτό αντικείμενο, ελαφρύ τσούξιμο στο λαιμό από το σπίρτο του ποτού λόγω της δυνατής του καυστικής γεύσης. Συνήθης φράση: Τσιβιδίζει το κρασάκι οφέτος (τσούζει, καίει, είναι δυνατό)