Τ τσιτρέτο, μπιτσακάκι, τσακάκι, σφαλιχτάρι, τσουράς (ο) Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 7 σουγιαδάκι που κλείνει (Τουρκ. caki)