Τ τσιλιό, τσιρλιό, τσιρλί πιπί, τσιρί – πιπί, τσίλασμα, κόψιμο (το) Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 78 ευκοίλια, ακούσια διάρροια, υδαρή μορφή αφόδευσης λόγω στομαχικής διαταραχής. Συνήθης φράση: Έπιασε το αρνάκι μας τσιλιό, και γίνηκε ολιόχεστο