Τ τσαφαρίζω Από Lexiko - 2 Οκτωβρίου, 2016 0 8 γραντζουνάω κάτι που προκαλεί θόρυβο, γραντζουνάω κάποιο όργανο χωρίς ικανοποιητικό άκουσμα