Τ τροζοπεριστερίδης (ο) Από Lexiko - 16 Οκτωβρίου, 2016 0 20 ο χωριογύρης, αλανιάρης, ο ασκόπως περιφερόμενος χωρίς να κάνει κάτι αξιόλογο. Συνήθης φράση: Μα καλά, δε πγιάνεις να κοιμηθείς ένα μεσημέρι, μόνο γυρίζεις στο χωργιό, ωσά το τροζοπεριστερίδη;