Τ τριμιθιά, τριμιθέ, τραμιθιά, τρεμιθιάτερεμιθιά (η) Από Lexiko - 16 Οκτωβρίου, 2016 0 75 είδος θάμνου ή δένδρου αρωματικού παρόμοιο με το σκίνο η την αιγινίτικη φιστικιά (επιστ. τερέμινθος)