Τ τρικούκουνας (ο) Από Lexiko - 16 Οκτωβρίου, 2016 0 8 τρομάρα, ρίγος. Συνήθης φράση: Με έπιασε τρικούκουνας απ’ το φόβο μου μόλις είδα την αρκούδα