Θ θιαρμίζομαι, φθιαρμίζομαι, φτιαρμίζομαι Από cretanlexiko - 31 Μαΐου, 2016 0 39 βήχω. Συνήθης φράση: Άμε μπρέ να βάλεις ένα σάκο (σακάκι), να μη σε γροικώ να φθιαρμίζεσαι