Θ θανατάς (0), θανατικό (το) Από cretanlexiko - 31 Μαΐου, 2016 0 19 θάνατος, πεθαμός. Συνήθης φράση: Επλάκωσε θανατάς στη περιοχή και δε προλαβαίνει ο παπάς να θάφτει