Σ συνορισό (το) Από Lexiko - 16 Νοεμβρίου, 2016 0 77 η ευγενής άμιλλα, ανταγωνισμός. Συνήθης φράση: Επέσανε τα κοπέλια στο συνορισό πχιό θα πρωτογεμώσει το ντενεκάκι του ελιές