Σ συνεπαρσά (η), ψίκι (το) Από Lexiko - 16 Νοεμβρίου, 2016 0 13 η συνοδεία γάμου ή γιορτής, γλέντι στους δρόμους. Συνήθης φράση: Ε πού να έρχομαι για δουλειά εδά, εμείς επαέ έχουμε συνεπαρσές