Σ στραγκολέρνω Από Lexiko - 20 Νοεμβρίου, 2016 0 4 στριμώχνω, μαλώνω. Συνήθης φράση: Πάω τονε βρίχνω και τον ε στραγκολέρνω για τη κατάσταση που δημιούργησε (τον επέπληξα, τον μάλωσα)