Σ στεργιώνω, στεριώνω Από Lexiko - 28 Δεκεμβρίου, 2016 0 133 παραμένω, κρατάω, διαφυλάσσω. Συνήθης φράση: Με το μυαλό που έχεις, δε σου στεργιώνει μπλιό πράμα (δεν μπορείς να κρατήσεις κάτι για πολύ καιρό)