Σ στένω, σταλέρνω Από Lexiko - 28 Δεκεμβρίου, 2016 0 17 σταματώ, κάνω να σταματήσει (στέσε = σταμάτα αλλά και στήσε, τοποθέτησε). Συνήθης φράση: Αγλάκα και στέσε το λεωφορείο να μπείς. Ή: Στέσε το τσικάλι να μαγερέψεις