Σ στάξη, σταλιά (η) Από Lexiko - 28 Δεκεμβρίου, 2016 0 9 στάλα, μικρή ποσότητα. ελάχιστη ποσότητα έως καθόλου. Συνήθεις φράσεις: Βάλε μια στάξη ξύδι στη σαλάτα. Ή: Οφέτος δε θα βγάλωμε στάξη λάδι