Σ σκουτελικό (το) Από Lexiko - 22 Ιανουαρίου, 2017 0 22 πεσκέσι, δώρο σε κάποιον που το έχει ανάγκη. Συνήθης φράση του λαού: Απου περμένει απο τη γειτονιά σκουτελικό, αδείπνητος πομένει