Σ σκαρατσία (η) Από Lexiko - 5 Φεβρουαρίου, 2017 0 16 αρρώστια του λαιμού, πονόλαιμος. Συνήθης φράση μια παλιά βρισιά: Ε που να σού ρθει σκαρατσία κερατά ιτσικό ήφαες μου ούλα τα μαρούλια (εννοεί να πάθει ο λαιμός της κατσίκας και να μην μπορεί να τρώει)