Σ σκαπετίζω, ντιντίρω Από Lexiko - 5 Φεβρουαρίου, 2017 0 12 περνάω τη μεριά του βουνού απ’ οπου δεν φαίνομαι, περνάω απέναντι, προχωράω απέναντι στη πίσω πλαγιά