Σ σιφούνι, μούτσουνο (το) Από Lexiko - 5 Φεβρουαρίου, 2017 0 33 το πρόσωπο. Συνήθης φράση: Ε και κοντό δε ντρέπονται τα σιφούνια σου να κάμεις ένα τέθοιο πράμα;