Σ σανίδι (το) Από Lexiko - 26 Μαρτίου, 2017 0 9 ένα πλατύ αυλάκι στο περιβόλι. ένα πολύ φαρδύ χώρισμα στο περιβόλι όπου εκεί φύτευαν κυρίως κρεμμύδια σκόρδα κλπ.