Ρ ροδαριά, ροδαρά, ροδαρέ (η) Από Lexiko - 6 Ιουλίου, 2016 0 68 τριανταφυλλιά, ματσάκι από διάφορα λουλούδια που μοίραζαν στην εκκλησιά το Πάσχα