Ρ ρασίδι, ρασιδάκι (το) Από Lexiko - 6 Ιουλίου, 2016 0 29 πανωφόρι μάλλινο συνήθως από τρίχα κατσίκας, παλιό ρούχο σαν πουκαμίσα από μαλλί προβάτου υφασμένο στον αργαλειό