ψ ψιμολίδιασμα (το) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 10 η πρόωρη ημιτελής ωρίμανση της ελιάς όπου μαυρίζει και πέφτει στη γη, κυρίως λόγω έλλειψης νερού