ψ ψιχαλίδα (η) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 57 ψιχάλα, λίγες σταγόνες βροχής, αραιή βροχή. Συνήθης φράση: Σιγά μην έβρεχε, έριξε μια ψιχαλίδα κι αυτό ήτονε