ψ ψιχάλι, ψίχαλο (το) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 54 λιγάκι, κομματάκι ψίχουλο. Συνήθης φράση: Πιάσε εκειέ να φάς ένα ψιχάλι ψωμί να μην πάνε τα συκώθια σου κάτω