ψ ψαλιδόκωλος (ο) Από cretanlexiko - 29 Ιουνίου, 2016 0 213 ο μή φορών κρητικιά βράκα αλλά ευρωπαϊκό μακρύ παντελόνι. (Παλιά, όσοι φορούσαν κρητικές βράκες, έλεγαν ειρωνικά ψαλιδόκωλους, όσους φόραγαν ευρωπαϊκό παντελόνι)