Π ποξανοίγω, ξανοίγω Από Lexiko - 1 Οκτωβρίου, 2017 0 32 φροντίζω στα γεράματα, περιποιούμαι κάποιο στα στερνά του. Μτφ. Μένω αποχασκούμενος. Συνήθεις φράσεις: Εσύ έχεις καλά κοπέλια και μιά μέρα στα γεράματα θα σε ποξανοίξουνε. Ή: Φάε Μαργιό μου το φαί σου γιατί θα στο φάει ο αδερφός σου και θα ξανοίγεις