Π πουσουνιά (η) Από Lexiko - 2 Σεπτεμβρίου, 2017 0 56 η αγορά σε ψώνια ή οτιδήποτε. Μτφ το ταίρι που βρήκε κάποιος και έβαλε στο σπίτι του. Συνήθεις φράσεις: Καλή πουσουνιά ήκαμες συντεκνε με τονα το χωράφι που ‘γόρασες. Ή: Ε καημένε γιόκα μου, μα ήκαμες και συ μια πουσουνιά με τηνα που ανεμάζωξες…