Π πετυλαχαίνω Από Lexiko - 4 Μαρτίου, 2018 0 9 πετυχαίνω, συναντώ κάποιον κάπου, βρήκα ή ανακάλυψα κάτι τυχαία. Συνήθης φράση: Και εκειά που λαγόνευγε ο σκύλος μου σε μοά δόση πετυλαχαίνει και το λαγό