Π περασάρης (ο) Από Lexiko - 9 Απριλίου, 2018 0 25 περαστικός. Συνήθης φράση: Ημουνε περασάρης μια μέρα από το χωράφι σου, και είδα τη ζημιά που σου κάμανε τα οζά